- τεύθριον
- τὸ, Α1. το φυτό πόλιον2. το φυτό ερυθρόδανον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω τής έννοιας τού χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω τής μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ. «χρωματίζω». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ ρίζα *dheu-dh- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (πρβλ. θύω [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ ρίζα *dheu- «τρέχω, ρέω» (πρβλ. θέω). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή άποψη, το θ. τού τ. τεύθριον απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. teutarakoro = *τεύθραγρος με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»].
Dictionary of Greek. 2013.